Εχινόκοκκος κύστη ήπατος
Η εχινoκοκκίαση είναι μια νόσος που εμφανίζεται κυρίως σε αγροτικές περιοχές και ενδημεί στην ύπαιθρο της Ελλάδας. Προκαλείται συχνότερα από το παράσιτο Echinococcus granulosus. Ο κύριος ξενιστής του παρασίτου είναι ο σκύλος. Ο άνθρωπος είναι ενδιάμεσος ξενιστής και προσβάλλεται από τη βρώση τροφών μολυσμένων με τα ωά του παρασίτου. Η νόσος εκδηλώνεται με τη δημιουργία κύστεων που περιέχουν κεφαλές του παρασίτου και εμφανίζονται συχνότερα στο ήπαρ. Άλλα όργανα όπου μπορεί να αναπτυχθεί μια εχινόκοκκος κύστη είναι οι πνεύμονες, ο σπλήνας, οι νεφροί και ο εγκέφαλος.
Η εχινοκοκκίαση είναι μια καλοήθης νόσος που για πολλά χρόνια μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική. Η αύξηση του μεγέθους μιας κύστης στο ήπαρ μπορεί να εκδηλωθεί με πόνο στην άνω κοιλία, ηπατομεγαλία, κωλικό χοληφόρων και παροδικό ίκτερο. Επιπλοκές της νόσου είναι η διαπύηση της κύστης, η ρήξη προς τα χοληφόρα ή την ελεύθερη περιτοναϊκή κοιλότητα και η πυλαία υπέρταση. Η ρήξη της εχινοκόκκου κύστεως ήπατος μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα οξείας κοιλίας και σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με απεικονιστικές εξετάσεις (υπέρηχος, αξονική ή μαγνητική τομογραφία άνω κοιλίας) και ορολογικές εξετάσεις αίματος (προσδιορισμός αντι-εχινοκοκκικών αντισωμάτων, εχινοκοκκικών αντιγόνων).
Η θεραπεία της εχινοκόκκου κύστεως ήπατος περιλαμβάνει την ελάχιστα επεμβατική μέθοδο PAIR, με διαδερμική αναρρόφηση, έγχυση αλκοόλης ή υπέρτονου φυσιολογικού ορού και επαναρρόφηση του περιεχομένου της κύστεως. Η διαδικασία γίνεται υπό την καθοδήγηση υπερήχων και έχει ποσοστό επιτυχίας μεγαλύτερο από 75%.
Δεύτερη και αποτελεσματικότερη επιλογή στη θεραπεία της εχινοκόκκου κύστεως ήπατος είναι η χειρουργική εκτομή. Αυτή μπορεί να γίνει με ανοικτό χειρουργείο ή λαπαροσκοπικά και περιλαμβάνει μερική ή ολική εκτομή του τοιχώματος της κύστης (περικυστεκτομή) και αφαίρεση του περιεχομένου της εχινοκόκκου κύστεως. Σπανιότερα μπορεί να διενεργηθεί τυπική ή άτυπη ηπατεκτομή για αντιμετώπιση της νόσου.
Η φαρμακευτική θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει τη χορήγηση ανθελμινθικών φαρμάκων από το στόμα όπως η αλβενδαζόλη και η μεβενδαζόλη. Η παρακολούθηση των ασθενών περιλαμβάνει τακτικό απεικονιστικό και ορολογικό επανέλεγχο για τυχόν υποτροπή της νόσου.