Σαρκώματα
Τα σαρκώματα των μαλακών μορίων είναι κακοήθεις όγκοι που προέρχονται από τα μεσεγχυματικά κύτταρα και η βιολογική συμπεριφορά τους ποικίλει. Περίπου 40% των σαρκωμάτων αναπτύσσονται στα άνω ή κάτω άκρα, 12% στον κορμό, 16% στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, 20% σε κάποιο εσωτερικό όργανο και 12% στην κεφαλή ή στον τράχηλο.
Ανάλογα με τον ιστό από τον οποίο προέρχονται τα σαρκώματα κατατάσσονται σε διαφορετικούς ιστολογικούς τύπους:
- Λιποσάρκωμα
- Λειομυοσάρκωμα
- Κακόηθες ινώδες ιστιοκύττωμα
- Συνοβιακό σάρκωμα
- Αγγειοσάρκωμα
- Κακοήθης όγκος ελύτρου περιφερικού νεύρου
- Ραβδομυοσάρκωμα
- Ινοσάρκωμα
- Οστεοσάρκωμα
- Σάρκωμα Ewing
- Χονδροσάρκωμα
- Αδιαφοροποίητο πλειόμορφο σάρκωμα
- Στρωματικοί όγκοι γαστρεντερικού συστήματος (GIST).
Τα σαρκώματα εμφανίζονται αρχικά σαν μια ασυμπτωματική μάζα μαλακών μορίων στα άκρα ή στον κορμό. Τα σαρκώματα έχουν την τάση να αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό και το μέγεθός τους μπορεί να ξεπεράσει τα 10 cm, προκαλώντας τελικά συμπτώματα λόγω πίεσης των παρακείμενων οργάνων, όπως πόνος, οίδημα, διάταση αγγείων, απόφραξη ή αιμορραγία του γαστρεντερικού συστήματος.
Η διάγνωση των σαρκωμάτων γίνεται αρχικά με την κλινική εξέταση του ασθενούς και την εκτίμηση των χαρακτήρων της μάζας μαλακών μορίων που έχει. Ακολουθούν απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα μαλακών μορίων, η αξονική τομογραφία και η μαγνητική τομογραφία με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό, η οποία είναι η εξέταση εκλογής για την απεικόνιση των μαλακών μορίων.
Η οριστική διάγνωση της ύπαρξης σαρκώματος μαλακών μορίων τίθεται με τη διενέργεια βιοψίας, η οποία μπορεί να γίνει ανοιχτά με χειρουργική επέμβαση ή δια βελόνης υπό την καθοδήγηση υπερήχου ή αξονικής τομογραφίας. Η βιοψία θα καθορίσει τον ιστολογικό τύπο του σαρκώματος και τον βαθμό κακοήθειας (Grade) του όγκου. Με βάση το αποτέλεσμα της βιοψίας και την απεικονιστική σταδιοποίηση, καθορίζεται το οριστικό πλάνο θεραπείας για το σάρκωμα.
Η παθολογοανατομική ταξινόμηση και η ιστολογική διαβάθμιση (Grade) έχει μεγάλη σημασία για την πρόγνωση των σαρκωμάτων. Οι όγκοι ταξινομούνται ως χαμηλού, διάμεσου και υψηλού κινδύνου για μεταστατική νόσο. Τα περισσότερα σαρκώματα δίνουν αιματογενείς απομακρυσμένες μεταστάσεις και όχι λεμφαδενικές μεταστάσεις.
Η θεραπεία του σαρκώματος είναι κατεξοχήν χειρουργική. Γίνεται ευρεία χειρουργική αφαίρεση όλου του όγκου μαζί με 2cm υγιών ιστών μαλακών μορίων γύρω από το σάρκωμα. Σε κάθε περίπτωση το χειρουργείο θα πρέπει να διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του μέλους όπου βρίσκεται το σάρκωμα. Η προσθήκη ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας πριν ή μετά τη χειρουργική εκτομή του σαρκώματος έχει ένδειξη σε περιπτώσεις τοπικά προχωρημένης νόσου, υψηλού βαθμού κακοήθειας, προσπάθειας διάσωσης ενός άκρου ή μεταστατικής νόσου. Σε ποσοστό 5% των ασθενών με σάρκωμα ενός άκρου ο ακρωτηριασμός είναι η θεραπεία εκλογής λόγω αδυναμίας διατήρησης του σκέλους.