Καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο (SCC)
Αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη μορφή καρκίνου του δέρματος, μετά το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα. Είναι γνωστό επίσης ως ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα γιατί προέρχεται από τα κύτταρα της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας.
Το ακανθοκυττατικό καρκίνωμα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε περιοχή του δέρματος ή των βλεννογόνων με πλακώδες επιθήλιο. Παράγοντες αυξημένου κινδύνου είναι η μακροχρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και η εμφάνιση προκαρκινωματωδών βλαβών, όπως η ακτινική κερατίαση. Επίσης μπορεί να αναπτυχθεί σε σημεία του σώματος με χρόνια έλκη, εγκαυματικές εσχάρες ή συρίγγια οστεομυελίτιδας.
Το καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο αρχικά εμφανίζεται ως ένα ογκίδιο λίγων χιλιοστών, που μεγαλώνει σχετικά γρήγορα και εμφανίζει κεντρική εξέλκωση, ή οποία μπορεί να αιμορραγεί ή να καλύπτεται από κρούστα (εφελκίδα). Είναι πιο επιθετικός όγκος από το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και μπορεί να δώσει μεταστάσεις, ανάλογα με το βάθος διήθησης του αρχικού όγκου. Οι μεταστάσεις είναι συνήθως στους επιχώριους λεμφαδένες (80-90%) και σπανιότερα σε απομακρυσμένα όργανα (10-20%). Επίσης ο όγκος έχει την τάση να εμφανίζει τοπικές υποτροπές. Η σωστή ογκολογική σταδιοποίηση της νόσου είναι απαραίτητα πριν την εφαρμογή οποιασδήποτε θεραπείας.
Η θεραπεία του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος είναι κατεξοχήν χειρουργική. Γίνεται αφαίρεση του όγκου σε υγιές όριο δέρματος και υποδόριων ιστών, με ευρέα όρια ελεύθερα νόσου τουλάχιστον 4-5mm. Σε περίπτωση που υπάρχουν ύποπτοι περιοχικοί λεμφαδένες για μεταστατική νόσο θα πρέπει να γίνεται επιπλέον και λεμφαδενικός καθαρισμός. Αρκετές φορές χρειάζεται πλαστική αποκατάσταση των ελλειμάτων που δημιουργούνται στο δέρμα.
Στη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου, υποτροπιάζοντος ή μεταστατικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος έχει θέση και η ακτινοθεραπεία μόνη, ή σε συνδυασμό με επικουρική χημειοθεραπεία.